φορμικτάς

φορμικτάς
φορμικτά̱ς , φορμικτής
lyre-player
masc acc pl (doric)
φορμικτά̱ς , φορμικτής
lyre-player
masc nom sg (epic doric aeolic)
φορμικτά̱ς , φορμικτός
sung to the
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φορμικτάς — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. φορμικτής …   Dictionary of Greek

  • φορμικτής — και δωρ. τ. φορμικτάς και δ. τ. φορμιγκτάς, ὁ, Α [φορμίζω (II)] (κυρίως για τον Απόλλωνα) αυτός που παίζει τη φόρμιγγα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”